- στεπτικός
- στεπτικός, ή, όν,A for crowning: στεπτικόν, τό, payment by magistrates for the crown of office, POxy.1413.4, al. (iii A.D.); cf. στέμμα, στέφανος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεπτικός — ή, όν, Α [στέφω] 1. στεπτήριος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεπτικόν χρήματα τα οποία οι άρχοντες κατέβαλλαν στους βασιλείς ως αντίτιμο για το αξίωμα που κατείχαν … Dictionary of Greek